- πλέῃ
- πλέοςfem dat sg (epic ionic)πλέωsailpres subj mp 2nd sgπλέωsailpres ind mp 2nd sgπλέωsailpres subj act 3rd sgπλέωςfullfem dat sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλέη — πλέος fem nom/voc sg (epic ionic) πλέως full fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… … Dictionary of Greek
προδιαστέλλω — ΜΑ μσν. διακρίνω κάτι από κάτι άλλο προηγουμένως («Ἡφαιστίων ταῡτα προδιαστείλας», Τζέτζ.) αρχ. 1. ανοίγω προηγουμένως («προδιαστέλλω τὸ στόμιον», Σωρ.) 2. εκφέρω γνώμη, εκφράζω την άποψή μου για κάτι προηγουμένως («τούτου χάριν ἀναγκαῑον… … Dictionary of Greek
χειρίδα — η / χειρίς, ῑδος, ΝΜΑ μανίκι, το τμήμα τού ενδύματος που καλύπτει το χέρι από τον ώμο ώς τον καρπό (α. «...και με χειρίδας ανοικτάς», Παπαδ. β. «χειρίδας καὶ προγαστρίδια», Λουκιαν.* γ. «ἐπικατήμενος χειρίδι πλέη ἀργυρίου», Ηρόδ.) νεοελλ. (στον… … Dictionary of Greek